Major en grec
Traduction: major, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σημαντικός, ταγματάρχης, προσωπικό, υπηρεσιακής κατάστασης, Το προσωπικό, υπηρεσιακής, υπηρεσιακής καταστάσεως
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): major
dpam, etat major, major antonymes, major auto ecole, major company, major dictionnaire de langue grec, major en grec
Traductions
- majeur en grec - σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
- majolique en grec - μαγιολική, μαγιόλικα, και μαγιολική, απο φαγιανς, μαγιόλικα από
- majorant en grec - άνω όριο, άνω φράγμα, ανώτερο όριο, πάνω όριο, ανώτερου ορίου
- majoration en grec - ορθώνομαι, αυξάνω, ανατέλλω, αυξάνομαι, επιχορήγηση, αύξηση, επίδομα, ...
Mots aléatoires
Major en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σημαντικός, ταγματάρχης, προσωπικό, υπηρεσιακής κατάστασης, Το προσωπικό, υπηρεσιακής, υπηρεσιακής καταστάσεως
Traductions: σημαντικός, ταγματάρχης, προσωπικό, υπηρεσιακής κατάστασης, Το προσωπικό, υπηρεσιακής, υπηρεσιακής καταστάσεως