Majoration en grec
Traduction: majoration, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ορθώνομαι, αυξάνω, ανατέλλω, αυξάνομαι, επιχορήγηση, αύξηση, επίδομα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): majoration
heure de nuit, heure supplémentaire, heures supplémentaires, majoration amende, majoration antonymes, majoration dictionnaire de langue grec, majoration en grec
Traductions
- major en grec - σημαντικός, ταγματάρχης, προσωπικό, υπηρεσιακής κατάστασης, Το προσωπικό, υπηρεσιακής, υπηρεσιακής καταστάσεως
- majorant en grec - άνω όριο, άνω φράγμα, ανώτερο όριο, πάνω όριο, ανώτερου ορίου
- majordome en grec - οικονόμος, τελετάρχης, μπάτλερ, Butler, η Butler
- majorer en grec - αυξάνω, υπερεκτιμώ, αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Mots aléatoires
Majoration en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ορθώνομαι, αυξάνω, ανατέλλω, αυξάνομαι, επιχορήγηση, αύξηση, επίδομα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Traductions: ορθώνομαι, αυξάνω, ανατέλλω, αυξάνομαι, επιχορήγηση, αύξηση, επίδομα, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει