Malléabilité en grec
Traduction: malléabilité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευλυγισία, ευκαμψία, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): malléabilité
malléabilité aluminium, malléabilité antonymes, malléabilité bitcoin, malléabilité des métaux, malléabilité des transactions, malléabilité dictionnaire de langue grec, malléabilité en grec
Traductions
- malle en grec - τσάντα, προβοσκίδα, σεντούκι, μπαούλο, μπότα, κορμός, κορμό, ...
- mallette en grec - σουίτα, βαλίτσα, ακολουθία, χαρτοφύλακας, χαρτοφύλακα, χαρτοφύλακά, τον χαρτοφύλακά
- malléable en grec - ευεπηρέαστος, ελαστικός, ευλύγιστος, εύκαμπτος, εύπλαστος, ελατό, εύπλαστη, ...
- malmener en grec - κακομεταχειρίζομαι, κακομεταχειρίζεται
Mots aléatoires
Malléabilité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευλυγισία, ευκαμψία, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα
Traductions: ευλυγισία, ευκαμψία, ελατότης, σφυρηλατήσιμο, ευπλαστότητας, μαλακτότητας, μαλακτότητα