Mat en grec

Traduction: mat, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαμέρισμα, νεκρός, ζευγαρώνω, αμυδρός, μουντός, πληκτικός, χαλάκι, ύπαρχος, πεθαμένος, επίπεδος, βαρετός, φιλαράκος, θολωμένος, θαμπός, θολός, ταίρι, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ
Mat en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): mat

big mat, blanc mat, couleur mat, google mat, gris mat, mat dictionnaire de langue grec, mat en grec

Traductions

  • masturber en grec - αυνανίζομαι, αυνανίζονται, μαλακίζομαι, αυνανιστεί, masturbate
  • masure en grec - χαμόσπιτο, καλύβη, καλύβα, καλύβες, καλύβι
  • match en grec - σπίρτο, συνάντηση, ταιριάζω, παιχνίδι, αγώνας, συνταιριάζω, ματς, ...
  • mate en grec - χαλάκι, σύντροφος, ταίρι, σύντροφο, συμπαίκτη, συντρόφου
Mots aléatoires
Mat en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαμέρισμα, νεκρός, ζευγαρώνω, αμυδρός, μουντός, πληκτικός, χαλάκι, ύπαρχος, πεθαμένος, επίπεδος, βαρετός, φιλαράκος, θολωμένος, θαμπός, θολός, ταίρι, ματ, Matt, ο Matt, τον Matt, μάτ