Mercantile en grec
Traduction: mercantile, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
δουλειές, υπόθεση, έμπορας, διαφήμιση, επιχείρηση, δουλειά, εμπορικός, Εμπορικής, εμπορικό, εμπορική, Mercantile
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mercantile
mercantile antonymes, mercantile bank, mercantile contraire, mercantile def, mercantile définition, mercantile dictionnaire de langue grec, mercantile en grec
Traductions
- mer en grec - θάλασσα, πέλαγος, στη θάλασσα, θάλασσας, θαλάσσια, θαλάσσιες
- mercanti en grec - αισχροκερδώ, κερδοσκοπώ, αισχροκερδής, profiteer, κερδοσκόπο
- mercantilisme en grec - εμπορικό πνεύμα, μερκαντιλισμός, μερκαντιλισμού, ο μερκαντιλισμός, μερκαντιλισμό
- mercenaire en grec - μισθοφορικός, μισθοφόρος, βαλτός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
Mots aléatoires
Mercantile en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: δουλειές, υπόθεση, έμπορας, διαφήμιση, επιχείρηση, δουλειά, εμπορικός, Εμπορικής, εμπορικό, εμπορική, Mercantile
Traductions: δουλειές, υπόθεση, έμπορας, διαφήμιση, επιχείρηση, δουλειά, εμπορικός, Εμπορικής, εμπορικό, εμπορική, Mercantile