Mesuré en grec
Traduction: mesuré, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μέγεθος, πτυχίο, μετρητής, διάβημα, χρόνος, μετρώ, βήμα, αναλογία, βηματίζω, υπολογίζω, νικώ, δέρνω, μέτρηση, διάσταση, μετριοπάθεια, καιρός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mesuré
conversion mesure, convertisseur mesure, costume sur mesure, cuisine sur mesure, dressing, mesuré dictionnaire de langue grec, mesuré en grec
Traductions
- mesurant en grec - μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, μέτρηση, μέτρησης που
- mesurent en grec - μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- mesurer en grec - μαντεύω, διανέμω, φωνή, ήχος, γερός, εικασία, υπολογίζω, ...
Mots aléatoires
Mesuré en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μέγεθος, πτυχίο, μετρητής, διάβημα, χρόνος, μετρώ, βήμα, αναλογία, βηματίζω, υπολογίζω, νικώ, δέρνω, μέτρηση, διάσταση, μετριοπάθεια, καιρός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Traductions: μέγεθος, πτυχίο, μετρητής, διάβημα, χρόνος, μετρώ, βήμα, αναλογία, βηματίζω, υπολογίζω, νικώ, δέρνω, μέτρηση, διάσταση, μετριοπάθεια, καιρός, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν