Minutie en grec
Traduction: minutie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πραγματάκι, επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): minutie
la minutie, minutie antonymes, minutie beaute, minutie biométrie, minutie definition et synonymes, minutie dictionnaire de langue grec, minutie en grec
Traductions
- minuter en grec - χρόνος, καιρός, φορά, ώρα
- minuteur en grec - χρονόμετρο, χρονοδιακόπτη, χρονοδιακόπτης, χρονομετρητή, χρονομέτρου
- minutieusement en grec - πλήρως, τελείως, καλά, προσεκτικά, επιμελώς
- minutieux en grec - εξονυχιστικός, ευσυνείδητος, αψίκορος, λεπτολόγος, μικροσκοπικός, αποπνιχτικός, κολλητός, ...
Mots aléatoires
Minutie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πραγματάκι, επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα
Traductions: πραγματάκι, επιμέλεια, ακρίβεια, πληρότητα, την πληρότητα, διεξοδικότητα