Modérer en grec
Traduction: modérer, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αναχαιτίζω, ανακουφίζω, μειώνομαι, νωπός, ελαφρύνω, παρεμποδίζω, μετριάζω, άνεση, περιορίζω, αμβλύνω, προκρίνομαι, μικραίνω, μέτριος, εκπίπτω, υγρός, κράσπεδο, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): modérer
modérer antonyme, modérer antonymes, modérer commentaires page facebook, modérer conjugaison, modérer définition, modérer dictionnaire de langue grec, modérer en grec
Traductions
- modérateur en grec - μεσολαβητής, συντονιστής, συντονιστή, μεσολαβητή, επόπτη
- modération en grec - μετριοπάθεια, αναγωγή, εγκράτεια, μείωση, ελάττωση, φραγμός, περιστολή, ...
- modérez en grec - μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
- modérons en grec - μέτριος, μετριάζω, μετριοπαθής, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνουμε, ...
Mots aléatoires
Modérer en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αναχαιτίζω, ανακουφίζω, μειώνομαι, νωπός, ελαφρύνω, παρεμποδίζω, μετριάζω, άνεση, περιορίζω, αμβλύνω, προκρίνομαι, μικραίνω, μέτριος, εκπίπτω, υγρός, κράσπεδο, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Traductions: αναχαιτίζω, ανακουφίζω, μειώνομαι, νωπός, ελαφρύνω, παρεμποδίζω, μετριάζω, άνεση, περιορίζω, αμβλύνω, προκρίνομαι, μικραίνω, μέτριος, εκπίπτω, υγρός, κράσπεδο, μετριοπαθής, μέτρια, μέτριας, μέτριο