Modifié en grec
Traduction: modifié, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τροποποιεί, τροποποιεί την, διασκευάζει, μετασκευάζει, μεταβάλλει το
Autres langues
Mots associés / Définition (def): modifié
alcool modifie, col modifie, il modifie, je modifie, modifie antonymes, modifié dictionnaire de langue grec, modifié en grec
Traductions
- modifiant en grec - την τροποποίηση, τροποποιητικό, που τροποποιεί, τροποποιητικές, τροποποιητικών
- modification en grec - τροπολογία, αλλάζω, μεταβολή, ρύθμιση, μετατροπή, τροποποίηση, παραλλαγή, ...
- modifient en grec - τροποποιώ, παραλλάζω, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, αλλαγή του, την αλλαγή
- modifier en grec - ποικίλλω, στροφή, μετουσιώνω, τροποποιώ, παραλλαγή, διακόπτης, εκδίδω, ...
Mots aléatoires
Modifié en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τροποποιεί, τροποποιεί την, διασκευάζει, μετασκευάζει, μεταβάλλει το
Traductions: τροποποιεί, τροποποιεί την, διασκευάζει, μετασκευάζει, μεταβάλλει το