Monté en grec
Traduction: monté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εντοιχισμένος, εφαρμοστός, τοποθετημένα, τοποθετημένη, τοποθετημένο, τοποθετείται, τοποθετηθεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): monté
bien monté, black bien monté, collet monté, coup monté, gateau monté, monté dictionnaire de langue grec, monté en grec
Traductions
- montâmes en grec - αναρριχήθηκε, σκαρφάλωσε, ανέβηκε, αναρριχήθηκαν, αναρριχηθεί
- montèrent en grec - πήγε, πήγαν, πέρασε, πήγα, βγήκε
- montée en grec - ύψωση, αναβαθμίζω, σηκώνω, ανατέλλω, σκαρφαλώνω, ορθώνομαι, αυξάνομαι, ...
- montées en grec - τοποθετημένα, τοποθετημένη, τοποθετημένο, τοποθετείται, τοποθετηθεί
Mots aléatoires
Monté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εντοιχισμένος, εφαρμοστός, τοποθετημένα, τοποθετημένη, τοποθετημένο, τοποθετείται, τοποθετηθεί
Traductions: εντοιχισμένος, εφαρμοστός, τοποθετημένα, τοποθετημένη, τοποθετημένο, τοποθετείται, τοποθετηθεί