Mortel en grec
Traduction: mortel, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πρόσωπο, μοιραίος, φονικός, άτομο, θανατηφόρος, ατομικός, θνητός, ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θανάσιμο, θνητό, θνητή, θνητού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mortel
accident, accident de voiture, accident du travail, accident mortel, accident mortel moto, mortel dictionnaire de langue grec, mortel en grec
Traductions
- mortalité en grec - θνησιμότητα, θνησιμότητας, θνησιμότητας λόγω, της θνησιμότητας, τη θνησιμότητα
- morte en grec - γυναίκα, νεκρή, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
- mortellement en grec - θανατηφόρα, μοιραίος, μοιρολατρικά, θανάσιμα, μοιραία, ανεπανόρθωτα, επέλθει θάνατος
- mortes en grec - νεκρός, νεκρών, νεκρά, νεκρό, νεκρούς
Mots aléatoires
Mortel en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πρόσωπο, μοιραίος, φονικός, άτομο, θανατηφόρος, ατομικός, θνητός, ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θανάσιμο, θνητό, θνητή, θνητού
Traductions: πρόσωπο, μοιραίος, φονικός, άτομο, θανατηφόρος, ατομικός, θνητός, ψυχή, θανάσιμος, άνθρωπος, κάποιος, θανάσιμο, θνητό, θνητή, θνητού