Motte en grec
Traduction: motte, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βώλος, πήζω, χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): motte
casino grande motte, grande motte, hotel grande motte, la grande motte, la motte, motte dictionnaire de langue grec, motte en grec
Traductions
- motorisée en grec - μηχανοκίνητα, μηχανοκίνητη, κινητήρα, μηχανοκίνητων, με κινητήρα
- motorisées en grec - μηχανοκίνητα, μηχανοκίνητη, κινητήρα, μηχανοκίνητων, με κινητήρα
- mou en grec - ήπιος, άτολμος, αραιός, μπόσικος, αδύναμος, μαλακός, καλοήθης, ...
- mouchard en grec - αρουραίος, καταδότης, χαφιές, πληροφορητής, πληροφοριοδότης, την INFORMER
Mots aléatoires
Motte en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βώλος, πήζω, χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα
Traductions: βώλος, πήζω, χλοοτάπητας, SOD, της SOD, Η SOD, έτοιμου χλοοτάπητα