Mystifier en grec
Traduction: mystifier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χαζός, εξαπατώ, βλάκας, προδίδω, κοροϊδεύω, ζαλίζω, σαστίζω, μυστικοποιείται, να μυστικοποιείται, μυστικοποιεί
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): mystifier
mystifier antonymes, mystifier au bémol, mystifier band, mystifier définition, mystifier goetia, mystifier dictionnaire de langue grec, mystifier en grec
Traductions
- mysticisme en grec - μυστικισμός, μυστικισμό, μυστικισμού, το μυστικισμό, τον μυστικισμό
- mystification en grec - σύγχυση, δόλος, απάτη, αμηχανία, περιπλοκή, μυθοποίηση, μυστικοποίηση, ...
- mystique en grec - απόκοσμος, απόκρυφος, αφύσικος, μυστικιστής, μυστικό, μυστικός, μυστηριώδης, ...
- mystère en grec - μυστήριο, μυστικός, απόρρητος, μυστικό, αίνιγμα, προβληματίζω, γρίφος, ...
Mots aléatoires
Mystifier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χαζός, εξαπατώ, βλάκας, προδίδω, κοροϊδεύω, ζαλίζω, σαστίζω, μυστικοποιείται, να μυστικοποιείται, μυστικοποιεί
Traductions: χαζός, εξαπατώ, βλάκας, προδίδω, κοροϊδεύω, ζαλίζω, σαστίζω, μυστικοποιείται, να μυστικοποιείται, μυστικοποιεί