Netteté en grec
Traduction: netteté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
οξυδέρκεια, φωτεινότητα, σαφήνεια, καθαρός, ευκρίνεια, καθαρίζω, στυφότητα, καθαρότητα, καθαρότητας, διαύγεια, την καθαρότητα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): netteté
la netteté, netteté antonymes, netteté en anglais, netteté final cut pro x, netteté gimp, netteté dictionnaire de langue grec, netteté en grec
Traductions
- net en grec - άγραφος, έντονος, λαμπερός, πεδιάδα, διατυπώνω, διαυγής, αιφνίδιος, ...
- nettement en grec - καθαρά, ξεκάθαρα, οριστικά, σαφώς, σαφήνεια, με σαφήνεια
- nettoie en grec - καθαρίζει, καθαρίζει το, καθαρίζει τα, καθαρίζει σε
- nettoiement en grec - καθάρισμα, καθαρισμός, Καθαρισμός, Καθαρισμού, τον καθαρισμό, Cleansing, Ο καθαρισμός
Mots aléatoires
Netteté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: οξυδέρκεια, φωτεινότητα, σαφήνεια, καθαρός, ευκρίνεια, καθαρίζω, στυφότητα, καθαρότητα, καθαρότητας, διαύγεια, την καθαρότητα
Traductions: οξυδέρκεια, φωτεινότητα, σαφήνεια, καθαρός, ευκρίνεια, καθαρίζω, στυφότητα, καθαρότητα, καθαρότητας, διαύγεια, την καθαρότητα