Notion en grec
Traduction: notion, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άποψη, σύλληψη, πίστη, γνώμη, αντίληψη, αίσθημα, έννοια, ιδέα, γνωμάτευση, πεποίθηση, εντύπωση, έννοιας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): notion
definition de notion, definition notion, définition de notion, définition notion, espace et echange, notion dictionnaire de langue grec, notion en grec
Traductions
- notifiée en grec - κοινοποιηθεί, κοινοποιηθείσα, κοινοποιήθηκε, κοινοποιούνται, κοινοποίησε
- notifiés en grec - κοινοποιηθεί, κοινοποιηθείσα, κοινοποιήθηκε, κοινοποιούνται, κοινοποίησε
- notoire en grec - διαβόητος, περιβόητος, συνηθισμένος, κοινός, γνωστός, γνωστές, γνωστή, ...
- notons en grec - σημείωση, σημειώνω, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, σημείωσης
Mots aléatoires
Notion en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άποψη, σύλληψη, πίστη, γνώμη, αντίληψη, αίσθημα, έννοια, ιδέα, γνωμάτευση, πεποίθηση, εντύπωση, έννοιας
Traductions: άποψη, σύλληψη, πίστη, γνώμη, αντίληψη, αίσθημα, έννοια, ιδέα, γνωμάτευση, πεποίθηση, εντύπωση, έννοιας