Notoire en grec
Traduction: notoire, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαβόητος, περιβόητος, συνηθισμένος, κοινός, γνωστός, γνωστές, γνωστή, γνωστό, γνωστά
Autres langues
Mots associés / Définition (def): notoire
concubin notoire, concubinage, concubinage notoire, definition notoire, définition notoire, notoire dictionnaire de langue grec, notoire en grec
Traductions
- notifiés en grec - κοινοποιηθεί, κοινοποιηθείσα, κοινοποιήθηκε, κοινοποιούνται, κοινοποίησε
- notion en grec - άποψη, σύλληψη, πίστη, γνώμη, αντίληψη, αίσθημα, έννοια, ...
- notons en grec - σημείωση, σημειώνω, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, σημείωσης
- notoriété en grec - κακή φήμη, φήμη, την κακή φήμη, κακής φήμης, η φήμη
Mots aléatoires
Notoire en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαβόητος, περιβόητος, συνηθισμένος, κοινός, γνωστός, γνωστές, γνωστή, γνωστό, γνωστά
Traductions: διαβόητος, περιβόητος, συνηθισμένος, κοινός, γνωστός, γνωστές, γνωστή, γνωστό, γνωστά