Objet en grec

Traduction: objet, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αντικείμενο, αντιτείνω, υποκείμενο, πράγμα, στόχος, ύλη, νοιάζομαι, υπήκοος, στοχεύω, πράμα, υπόθεση, κομμάτι, άρθρο, θέμα, αντικειμένου, σκοπός, αντικείμενο της
Objet en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): objet

jeu objet caché, jeux objet cacher, jeux objet caché, maison et objet, maison objet, objet dictionnaire de langue grec, objet en grec

Traductions

  • objectiver en grec - αντικειμενοποιούν, αντικειμενοποιήσει, objectify, αντικειμενοποιήσουν, αντικειμενοποιήσουμε
  • objectivité en grec - δικαιοσύνη, ανιδιοτέλεια, ισότητα, αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, την αντικειμενικότητα, ...
  • objurgation en grec - κατακρίνω, μέμψη, ψέγω, επιτιμώ, κατσαδιάζω, επίπληξη, επιπλήττω, ...
  • oblation en grec - θυσιάζω, θυσία, αφιέρωμα, τάμα, αφιερώματα, προσφοράς του, το δώρον
Mots aléatoires
Objet en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αντικείμενο, αντιτείνω, υποκείμενο, πράγμα, στόχος, ύλη, νοιάζομαι, υπήκοος, στοχεύω, πράμα, υπόθεση, κομμάτι, άρθρο, θέμα, αντικειμένου, σκοπός, αντικείμενο της