Obligeance en grec
Traduction: obligeance, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αβρότητα, φιλοφρόνηση, ευγένεια, προσήνεια, χρησιμότητα, εξυπηρετικότητα, η εξυπηρετικότητα, προθυμία, την εξυπηρετικότητα
Autres langues
Mots associés / Définition (def): obligeance
obligeance antonymes, obligeance définition, obligeance en arabe, obligeance grammaire, obligeance larousse, obligeance dictionnaire de langue grec, obligeance en grec
Traductions
- obligea en grec - αναγκαστική, αναγκάζονται, αναγκάστηκε, αναγκασμένοι, ανάγκασε
- obligeai en grec - τον υποχρέωσε, τον υποχρέωνε
- obligeant en grec - φρόνιμος, πρόσχαρος, προσεκτικός, καλός, ευγενικά, συνετός, φιλικός, ...
- obligent en grec - υποχρεώνω, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Mots aléatoires
Obligeance en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αβρότητα, φιλοφρόνηση, ευγένεια, προσήνεια, χρησιμότητα, εξυπηρετικότητα, η εξυπηρετικότητα, προθυμία, την εξυπηρετικότητα
Traductions: αβρότητα, φιλοφρόνηση, ευγένεια, προσήνεια, χρησιμότητα, εξυπηρετικότητα, η εξυπηρετικότητα, προθυμία, την εξυπηρετικότητα