Officinal en grec
Traduction: officinal, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ιατρική, φάρμακο, φαρμακευτικός, γαληνικά, γαληνικών, Τα γαληνικά, γαληνικό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): officinal
jasmin officinal, official formula, officinal antonymes, officinal définition, officinal goiania, officinal dictionnaire de langue grec, officinal en grec
Traductions
- officieusement en grec - ανεπίσημα, ανεπισήμως, άτυπα, ανεπίσημη, ανεπίσημα ενεργοποιήσει
- officieux en grec - εξυπηρετικός, ανεπίσημος, Ανεπίσημες, ανεπίσημη, Ανεπίσημες προθεσμιακές, Ανεπίσημο
- officine en grec - φαρμακείο, ιατρείο, φαρμακείου, φαρμακευτικό εργαστήριο, ιατρείο του, υγειονομικού κέντρου
- offrande en grec - επιχορηγώ, πεσκέσι, δώρο, χάρισμα, επίδομα, δωρεά, υποτροφία, ...
Mots aléatoires
Officinal en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ιατρική, φάρμακο, φαρμακευτικός, γαληνικά, γαληνικών, Τα γαληνικά, γαληνικό
Traductions: ιατρική, φάρμακο, φαρμακευτικός, γαληνικά, γαληνικών, Τα γαληνικά, γαληνικό