Ondulé en grec
Traduction: ondulé, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κατσαρός, σγουρός, σπαστός, κυματοειδής, κυματοειδές, κυματοειδή, κυματοειδούς, αυλακωτό
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ondulé
carré long, carré long ondulé, carré ondulé, carré ondulé plongeant, carton ondulé, ondulé dictionnaire de langue grec, ondulé en grec
Traductions
- onduler en grec - κελαρύζω, κύμα, κυματισμός, κυμάτισμα, κυματώδης, κυματίζω, κυμαίνομαι, ...
- onduleux en grec - σγουρός, κατσαρός, σπαστός, τροχαίο, κύλισης, κυλιόμενο, έλασης, ...
- ondé en grec - σγουρός, κατσαρός, σπαστός, φλαμπέ, flamed, πολεμηθεί, έσβησε, ...
- ondée en grec - χείμαρρος, βροχή, επιδαψιλεύω, ντους, νεροποντή, κρουνός, downpour, ...
Mots aléatoires
Ondulé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κατσαρός, σγουρός, σπαστός, κυματοειδής, κυματοειδές, κυματοειδή, κυματοειδούς, αυλακωτό
Traductions: κατσαρός, σγουρός, σπαστός, κυματοειδής, κυματοειδές, κυματοειδή, κυματοειδούς, αυλακωτό