Oppression en grec
Traduction: oppression, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κλέβω, τσιμπώ, πίεση, καταδυνάστευση, καταπίεση, βουτώ, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): oppression
définition oppression, oppression antonymes, oppression ben harper, oppression cage thoracique, oppression coeur, oppression dictionnaire de langue grec, oppression en grec
Traductions
- oppresseur en grec - καταπιεστής, καταπιεστή, δυνάστη, καταπιεστών, δυνάστης
- oppressif en grec - καταπιεστικός, καταπιεστική, καταπιεστικό, καταπιεστικά, καταπιεστικές, καταπιεστικής
- opprimant en grec - καταπιεστικός, καταπιέζουν, καταπιέζει, καταπιεστική, καταπιέζουσας, καταπιέζοντος
- opprimer en grec - μελαγχολώ, πρεσάρω, καταπνίγω, βίδα, αποκρύπτω, πιέζω, βιδώνω, ...
Mots aléatoires
Oppression en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κλέβω, τσιμπώ, πίεση, καταδυνάστευση, καταπίεση, βουτώ, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
Traductions: κλέβω, τσιμπώ, πίεση, καταδυνάστευση, καταπίεση, βουτώ, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση