Ossification en grec
Traduction: ossification, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
οστεοποίηση, οστεοποίησης, της οστεοποίησης, την οστεοποίηση, οστεοποίησης του
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ossification
ossification antonymes, ossification de membrane, ossification dermique, ossification ectopique, ossification endochondrale, ossification dictionnaire de langue grec, ossification en grec
Traductions
- ossements en grec - οστά, τα οστά, οστών, κόκαλα, κόκκαλα
- osseux en grec - κόκαλο, γωνιακός, κοκκαλιάρης, οστεώδη, οστικές, οστέινη, οστεώδεις
- ossifier en grec - απολιθώνομαι, αποστεούμαι, οστεοποιήσει, οστεοποιούν, αποστεώσει
- ostensible en grec - φανερός, εναργής, έκδηλος, επιδεικτικός, φιγουρατζής, εμφανής, φαινομενικός, ...
Mots aléatoires
Ossification en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: οστεοποίηση, οστεοποίησης, της οστεοποίησης, την οστεοποίηση, οστεοποίησης του
Traductions: οστεοποίηση, οστεοποίησης, της οστεοποίησης, την οστεοποίηση, οστεοποίησης του