Ours en grec
Traduction: ours, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
γεννώ, υποφέρω, στάση, σχέση, έδρανο, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ours
ail des ours, grizzly, l ours, les 3 ours, les ours, ours dictionnaire de langue grec, ours en grec
Traductions
- ourler en grec - παρυφές, ούγια, κρόσσι, φράντζα, ρέλι, κράσπεδο, στρίφωμα, ...
- ourlet en grec - σύνορο, ούγια, μεταίχμιο, ρέλι, μεθόριος, περιστόμιο, στεφάνη, ...
- outil en grec - μέσο, σκεύος, εργαλείο, υλοποιώ, όργανο, μέσον, εργαλείου, ...
- outillage en grec - επίπλωση, εξοπλισμός, πρόσφορος, εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία, μέσων
Mots aléatoires
Ours en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: γεννώ, υποφέρω, στάση, σχέση, έδρανο, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
Traductions: γεννώ, υποφέρω, στάση, σχέση, έδρανο, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα