Ouvrage en grec
Traduction: ouvrage, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
εργάζομαι, καθήκον, κοπιάζω, δουλεύω, δουλειά, εμπριμέ, τυπώνω, γραφή, δημιουργία, εργασία, αγγαρεία, έργο, εργασίας, εργασίες
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ouvrage
assurance dommage ouvrage, assurance ouvrage, dommage, dommage ouvrage, décennale, ouvrage dictionnaire de langue grec, ouvrage en grec
Traductions
- ouverture en grec - στόμα, διέξοδος, σκάβω, τρήμα, διαρρέω, κουνελοφωλιά, στόμιο, ...
- ouvrable en grec - γρατσουνίζω, μονότονος, ξύνω, ξέγνοιαστος, πεζός, ανεπίσημος, κοινός, ...
- ouvrager en grec - περίτεχνος, προσεγμένος, λεπτομερής
- ouvrant en grec - προοδευτικός, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Mots aléatoires
Ouvrage en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: εργάζομαι, καθήκον, κοπιάζω, δουλεύω, δουλειά, εμπριμέ, τυπώνω, γραφή, δημιουργία, εργασία, αγγαρεία, έργο, εργασίας, εργασίες
Traductions: εργάζομαι, καθήκον, κοπιάζω, δουλεύω, δουλειά, εμπριμέ, τυπώνω, γραφή, δημιουργία, εργασία, αγγαρεία, έργο, εργασίας, εργασίες