Ovule en grec
Traduction: ovule, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αυγό, ωάριο, ωαρίου, σπερματικής βλάστης, κολπικό υπόθετο, σπερμοβλάστη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ovule
econazole, monazol, monazol ovule, mycose, mycose vaginale, ovule dictionnaire de langue grec, ovule en grec
Traductions
- ovipare en grec - ωοτόκος, ωοτόκα, ωοτόκο
- ovulation en grec - ωορρηξία, ωορρηξίας, ωοθυλακιορρηξίας, ωοθυλακιορρηξία, την ωορρηξία
- ové en grec - ωοειδής, ωοειδή, ωοειδές, ωοειδείς, σχήμα ωοειδές
- oxydation en grec - οξυγόνωση, οξείδωση, οξείδωσης, οξειδώσεως, την οξείδωση, η οξείδωση
Mots aléatoires
Ovule en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αυγό, ωάριο, ωαρίου, σπερματικής βλάστης, κολπικό υπόθετο, σπερμοβλάστη
Traductions: αυγό, ωάριο, ωαρίου, σπερματικής βλάστης, κολπικό υπόθετο, σπερμοβλάστη