Parcourt en grec
Traduction: parcourt, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ταξίδια, τα ταξίδια, ταξιδιών, ταξιδεύει, ταξίδι
Autres langues
Mots associés / Définition (def): parcourt
il parcourt, le parcourt, on parcourt, parcours de santé, parcours du combattant, parcourt dictionnaire de langue grec, parcourt en grec
Traductions
- parcourons en grec - περιφέρομαι, τριγυρίζω, διασχίζω, διασχίζουν, διασχίσει, διασχίζει, διασχίσουν
- parcours en grec - τριγυρίζω, ταξιδεύω, περιφέρομαι, διαδρομή, δρόμος, ταξίδι, πορεία, ...
- parcouru en grec - ταξίδεψε, ταξιδέψει, ταξίδεψαν, διανύσει, ταξίδευαν
- parcourue en grec - ταξίδεψε, ταξιδέψει, ταξίδεψαν, διανύσει, ταξίδευαν
Mots aléatoires
Parcourt en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ταξίδια, τα ταξίδια, ταξιδιών, ταξιδεύει, ταξίδι
Traductions: ταξίδια, τα ταξίδια, ταξιδιών, ταξιδεύει, ταξίδι