Parfumerie en grec
Traduction: parfumerie, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αρωματοποιία, αρώματα, αρωματοποιίας, είδη αρωματοποιίας, προϊόντα αρωματοποιίας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): parfumerie
cosma, cosma parfumerie, douglas, esthétique cosmétique parfumerie, la parfumerie, parfumerie dictionnaire de langue grec, parfumerie en grec
Traductions
- parfum en grec - καρυκεύω, άρωμα, οσμή, μπουκέτο, γλυκύτητα, μυρωδιά, γεύση, ...
- parfumer en grec - καρυκεύω, οσμή, γεύση, μυρωδιά, άρωμα, ευωδία, ευωδιά, ...
- parfumé en grec - αρωματικός, πικάντικο, ευώδης, αρωματισμένο, αρωματισμένα, αρωματισμένες, αρωματισμένη
- pari en grec - στοιχηματίζω, πάσσαλος, στοίχημα, στοιχήματος, στοίχημά, ποντάρισμα, όλες τις αποδόσεις
Mots aléatoires
Parfumerie en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αρωματοποιία, αρώματα, αρωματοποιίας, είδη αρωματοποιίας, προϊόντα αρωματοποιίας
Traductions: αρωματοποιία, αρώματα, αρωματοποιίας, είδη αρωματοποιίας, προϊόντα αρωματοποιίας