Partant en grec
Traduction: partant, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
άραγε, συνδρομητής, τότε, λοιπόν, μετά, αναβλύζω, πηγάδι, συμμέτοχος, καλά, τόσο, έπειτα, έτσι, εκ τούτου, κατά συνέπεια, ως εκ τούτου, τον τρόπο αυτό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): partant
en partant, et partant, les partant, non partant, non partant pmu, partant dictionnaire de langue grec, partant en grec
Traductions
- partagées en grec - κοινός, μοιρασμένος, Κοινό, Κοινόχρηστο, Κοινόχρηστα, Κοινή, κοινόχρηστη
- partagés en grec - μοιρασμένος, κοινός, Κοινό, Κοινόχρηστο, Κοινόχρηστα, Κοινή, κοινόχρηστη
- partenaire en grec - κολλητός, ύπαρχος, ταίρι, ζευγαρώνω, σύντροφος, σύζυγος, φίλος, ...
- partenariat en grec - συνεργασία, συνεταιρισμός, εταιρικής σχέσης, εταιρική σχέση, εταιρική
Mots aléatoires
Partant en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: άραγε, συνδρομητής, τότε, λοιπόν, μετά, αναβλύζω, πηγάδι, συμμέτοχος, καλά, τόσο, έπειτα, έτσι, εκ τούτου, κατά συνέπεια, ως εκ τούτου, τον τρόπο αυτό
Traductions: άραγε, συνδρομητής, τότε, λοιπόν, μετά, αναβλύζω, πηγάδι, συμμέτοχος, καλά, τόσο, έπειτα, έτσι, εκ τούτου, κατά συνέπεια, ως εκ τούτου, τον τρόπο αυτό