Partial en grec
Traduction: partial, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): partial
definition partial, définition partial, jah no partial, partial antonymes, partial c#, partial dictionnaire de langue grec, partial en grec
Traductions
- partez en grec - άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
- parti en grec - λύνω, αποφασίζω, συμβαλλόμενος, θεσπίζω, παρέα, αποφασιστικότητα, μακριά, ...
- partialité en grec - αδικία, προκατάληψη, μεροληψία, μεροληψίας, τη μεροληψία, μονομέρεια, μεροληπτικότητα
- participa en grec - συμμετείχε, συμμετείχαν, συμμετάσχει, μετέσχε, μετείχε
Mots aléatoires
Partial en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται
Traductions: μερικός, προκατειλημμένος, θίγονται, θίγεται, διακυβεύονται, προδικάζεται