Passible en grec
Traduction: passible, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευέξαπτος, αλγεινός, ευαίσθητος, ανταποκρινόμενος, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεικτικός, λογικός, οξύθυμος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, ενδέχεται να, που ενδέχεται να, μπορεί να, ικανή να, υπόκεινται σε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): passible
passible antonymes, passible d'une amende, passible de l'impot définition, passible de poursuite, passible de poursuite definition, passible dictionnaire de langue grec, passible en grec
Traductions
- passeur en grec - βαρκάρης, πορθμέας, βαρκάρη, πορθμεύς, βαρκάρης μου
- passez en grec - κυκλοφορώ, στενά, περνώ, πέρασμα, προχωρήσουμε, να προχωρήσουμε, προχωρήσει, ...
- passif en grec - παθητικός, παθητική, παθητικής, παθητικό, παθητικά
- passion en grec - εμπάθεια, βάσανο, πόθος, πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι, ...
Mots aléatoires
Passible en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευέξαπτος, αλγεινός, ευαίσθητος, ανταποκρινόμενος, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεικτικός, λογικός, οξύθυμος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, ενδέχεται να, που ενδέχεται να, μπορεί να, ικανή να, υπόκεινται σε
Traductions: ευέξαπτος, αλγεινός, ευαίσθητος, ανταποκρινόμενος, ευάλωτος, εύθικτος, επιδεικτικός, λογικός, οξύθυμος, ευεπηρέαστος, ευπαθής, ενδέχεται να, που ενδέχεται να, μπορεί να, ικανή να, υπόκεινται σε