Pendentif en grec
Traduction: pendentif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τραμπούκος, νταλίκα, οπαδός, κρεμάστρα, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
Autres langues
Mots associés / Définition (def): pendentif
bijoux, bijoux pendentif, collier, collier pendentif, croix pendentif, pendentif dictionnaire de langue grec, pendentif en grec
Traductions
- pendaison en grec - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
- pendant en grec - για, διαμέσου, ομόλογος, για την, για τη, για το, για τις
- penderie en grec - πιέζω, πρεσάρω, ντουλάπα, γκαρνταρόμπα, ντουλάπας, την ντουλάπα, την γκαρνταρόμπα
- pendre en grec - κουνώ, απαγχονίζω, αναστέλλω, κρεμιέμαι, κρεμάλα, κρεμώ, κρέμασμα, ...
Mots aléatoires
Pendentif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τραμπούκος, νταλίκα, οπαδός, κρεμάστρα, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό
Traductions: τραμπούκος, νταλίκα, οπαδός, κρεμάστρα, κρεμαστό κόσμημα, κρεμαστό, μενταγιόν, κόσμημα, κολιέ κρεμαστό