Percevoir en grec
Traduction: percevoir, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
τηρώ, εξαργυρώνω, παίρνω, μετρητά, παρατηρώ, παραλαμβάνω, αποκτώ, διαβλέπω, καταλαμβάνω, συλλέγω, λαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, χρήματα, γεμίζω, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): percevoir
a percevoir, conjugaison percevoir, percevoir antonymes, percevoir apl, percevoir assedic, percevoir dictionnaire de langue grec, percevoir en grec
Traductions
- percer en grec - ράγισμα, σπάζω, πλήττω, τριβελίζω, θλάση, διαπερνώ, διατρυπώ, ...
- perceuse en grec - τροχός, άσκηση, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
- percez en grec - άσκηση, τροχός, τριβελίζω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
- perche en grec - πάσσαλος, μπαρ, εμποδίζω, κουρνιάζω, χώνω, παλούκι, κοντάρι, ...
Mots aléatoires
Percevoir en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: τηρώ, εξαργυρώνω, παίρνω, μετρητά, παρατηρώ, παραλαμβάνω, αποκτώ, διαβλέπω, καταλαμβάνω, συλλέγω, λαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, χρήματα, γεμίζω, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που
Traductions: τηρώ, εξαργυρώνω, παίρνω, μετρητά, παρατηρώ, παραλαμβάνω, αποκτώ, διαβλέπω, καταλαμβάνω, συλλέγω, λαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, χρήματα, γεμίζω, εισφορά, εισφοράς, εισφοράς που, εισφορα, εισφορά που