Permis en grec
Traduction: permis, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φεύγω, αποδεκτός, άδεια, παρατάω, παραιτούμαι, επίδομα, επιτρεπτός, επιτρέπω, επιχορήγηση, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): permis
nouveau permis, permis 125, permis a, permis a1, permis a2, permis dictionnaire de langue grec, permis en grec
Traductions
- permettre en grec - κάνω, ενοικιάζομαι, έκφραση, υποθέτω, ανέχομαι, εισάγω, δεσμεύω, ...
- permirent en grec - επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
- permise en grec - επιτρέπονται, επιτρέπεται, επιτρέπεται η, επιτραπεί, επιτρεπόμενη
- permises en grec - επιτρέπονται, επιτρέπεται, επιτρέπεται η, επιτραπεί, επιτρεπόμενη
Mots aléatoires
Permis en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φεύγω, αποδεκτός, άδεια, παρατάω, παραιτούμαι, επίδομα, επιτρεπτός, επιτρέπω, επιχορήγηση, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε
Traductions: φεύγω, αποδεκτός, άδεια, παρατάω, παραιτούμαι, επίδομα, επιτρεπτός, επιτρέπω, επιχορήγηση, επιτρέπονται, επιτρέπεται, επέτρεψε, επιτρέπεται η, αφέθηκε