Perpétué en grec
Traduction: perpétué, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
Autres langues
Mots associés / Définition (def): perpétué
félicité et perpétué, ont perpétué, perpétuer synonyme, perpétué antonymes, perpétué grammaire, perpétué dictionnaire de langue grec, perpétué en grec
Traductions
- perpétuâmes en grec - διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
- perpétuèrent en grec - διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
- perpétuée en grec - διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
- perpétuées en grec - διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
Mots aléatoires
Perpétué en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν
Traductions: διαιωνίζεται, διαιωνίζονται, διαιωνιστεί, διαιώνισε, διαιωνίζονταν