Persécution en grec
Traduction: persécution, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ασχολία, καταδίωξη, παρακολούθηση, διωγμός, κυνηγώ, οπαδοί, ακολουθία, επίτευγμα, δίωξης, διώξεις, διωγμό
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): persécution
définition persécution, délire de persécution, délire persécution, persécution antonymes, persécution chéreau, persécution dictionnaire de langue grec, persécution en grec
Traductions
- persécuter en grec - καταδιώκω, παγανίζω, ασκώ, επιδιώκω, καταδιώκουν, διώκει, καταδιώξει, ...
- persécuteur en grec - διώκτης, διώκτη, διώξεων, διώκοντα, των διώξεων
- persévère en grec - υπομένει, τα υπομένει, perseveres, εμμένει, επιμείνει
- persévèrent en grec - εμμένω, επιμείνουμε, επιμείνει, να επιμείνουμε, επιμείνετε, εμμείνει
Mots aléatoires
Persécution en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ασχολία, καταδίωξη, παρακολούθηση, διωγμός, κυνηγώ, οπαδοί, ακολουθία, επίτευγμα, δίωξης, διώξεις, διωγμό
Traductions: ασχολία, καταδίωξη, παρακολούθηση, διωγμός, κυνηγώ, οπαδοί, ακολουθία, επίτευγμα, δίωξης, διώξεις, διωγμό