Peu en grec
Traduction: peu, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
μικρός, λιγοστός, φίμωτρο, λίγο, λίγες, λίγοι, λίγα, μικρή, μικρό, λίγη
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): peu
booba parlons peu, christophe mae, incessamment, incessamment sous peu, je peu, peu dictionnaire de langue grec, peu en grec
Traductions
- petitesse en grec - μικρότητα, μικρό μέγεθος, μικρού μεγέθους, μικρότητά, λόγω μειωμένων
- petits-enfants en grec - εγγόνια, τα εγγόνια, εγγονιών, εγγονών, των εγγονιών
- peuplade en grec - φυλή, κόσμος, άνθρωπος, φάρα, άνθρωποι, φυλής, της φυλής, ...
- peuple en grec - κόσμος, κοινός, άνθρωποι, χώρα, προσγειώνω, έθνος, υφήλιος, ...
Mots aléatoires
Peu en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: μικρός, λιγοστός, φίμωτρο, λίγο, λίγες, λίγοι, λίγα, μικρή, μικρό, λίγη
Traductions: μικρός, λιγοστός, φίμωτρο, λίγο, λίγες, λίγοι, λίγα, μικρή, μικρό, λίγη