Piété en grec
Traduction: piété, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): piété
la piété, le mont piété, mont de piété, mont piété, mont piété paris, piété dictionnaire de langue grec, piété en grec
Traductions
- piétiner en grec - βήμα, τσαλαπατώ, αλήτης, αγύρτης, μόρτης, πατημασιά, ποδοπατήσουν, ...
- piéton en grec - πεζός, περιπατητής, πεζών, των πεζών, πεζοδρομημένη, πεζούς
- placage en grec - επιμετάλλωση, επένδυση, επιμετάλλωσης, επίστρωση, περιβλήματος
- placard en grec - σήμα, ντουλάπα, παρατηρώ, αφίσα, ταμπέλα, πίνακας, λογαριασμός, ...
Mots aléatoires
Piété en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια
Traductions: ευλάβεια, αφιέρωση, τρυφερότητα, αφοσίωση, ευσέβεια, στοργή, ευσέβειας, ευλάβειας, την ευσέβεια