Pierrot en grec
Traduction: pierrot, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σπουργίτης, παλαβός, βλάκας, χαζός, σπουργίτι, κλόουν, γελωτοποιός, κοροϊδεύω, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): pierrot
arlequin, canal pierrot, chez pierrot, pierrot antonymes, pierrot baseball, pierrot dictionnaire de langue grec, pierrot en grec
Traductions
- pierre en grec - λικνίζω, λιθοβολώ, πέτρα, ροκ, κουνώ, λογισμός, κοτρόνι, ...
- pierreux en grec - πετρώδης, πέτρινος, λίθινος, πετρώδες, πετρώδη
- pieu en grec - παλούκι, σωρός, στοιβάδα, στοίβα, στοιβάζω, πάσσαλος, χλωμός, ...
- pieuvre en grec - χταπόδι, χταπόδια, χταποδιού, το χταπόδι, χταποδιών
Mots aléatoires
Pierrot en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σπουργίτης, παλαβός, βλάκας, χαζός, σπουργίτι, κλόουν, γελωτοποιός, κοροϊδεύω, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού
Traductions: σπουργίτης, παλαβός, βλάκας, χαζός, σπουργίτι, κλόουν, γελωτοποιός, κοροϊδεύω, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού