Planisme en grec
Traduction: planisme, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
σχεδίαση, σχεδιασμό, σχεδιασμού, προγραμματισμό, σχεδιασμός
Autres langues
Mots associés / Définition (def): planisme
planisme antonymes, planisme définition, planisme familial, planisme fascisme, planisme français, planisme dictionnaire de langue grec, planisme en grec
Traductions
- planifiées en grec - προγραμματιστεί, προγραμματισμένες, προγραμματίζονται, προγραμματίζεται, προγραμματισμένη
- planifiés en grec - προγραμματιστεί, προγραμματισμένες, προγραμματίζονται, προγραμματίζεται, προγραμματισμένη
- planquer en grec - θέτω κατά μέρος, stash, κρύπτη, κρυψώνα, θέτω
- plant en grec - εργοστάσιο, φυντάνι, φυτεύω, φιντάνι, φυτό, κρεβάτι, σπορόφυτο, ...
Mots aléatoires
Planisme en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: σχεδίαση, σχεδιασμό, σχεδιασμού, προγραμματισμό, σχεδιασμός
Traductions: σχεδίαση, σχεδιασμό, σχεδιασμού, προγραμματισμό, σχεδιασμός