Plongent en grec
Traduction: plongent, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
βουτώ, καταγώγιο, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Autres langues
Mots associés / Définition (def): plongent
cari plongent, carre plongeant, carre plongent, carré plongeant, carré plongent, plongent dictionnaire de langue grec, plongent en grec
Traductions
- plongeant en grec - κατάδυση, βυθίζοντας, βυθίζει, βυθίζουν, βυθίζονται, βύθιση
- plongement en grec - κατάδυση, εμβάπτιση, βυθίζοντας, εμβάπτισης, εμβαπτίσεως, βύθιση
- plongeon en grec - πτώση, καταγώγιο, πέφτω, εκπίπτω, βουτώ, καταδύομαι, κατάδυση, ...
- plongeons en grec - καταδύομαι, καταγώγιο, βουτώ, καταδύσεις, καταδύσεων, βουτιές, τις καταδύσεις, ...
Mots aléatoires
Plongent en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: βουτώ, καταγώγιο, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
Traductions: βουτώ, καταγώγιο, καταδύομαι, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση