Poignée en grec
Traduction: poignée, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χούφτα, μανταλώνω, κράτημα, λαβή, μάνταλο, πιάνω, θήκη, χερούλι, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): poignée
la poignée, poignee de porte, poignet, poignet de porte, poignée antonymes, poignée dictionnaire de langue grec, poignée en grec
Traductions
- poignarder en grec - μαχαιρώνω, μαχαιριά, σταθ, πλήγμα, μαχαίρι, κτυπήματα
- poigne en grec - κύρος, κράτημα, εξουσία, λαβή, πιάνω, δύναμη, μπορούσα, ...
- poil en grec - ανατριχιάζω, τρίχα, στοιβάζω, τρίχωμα, παλτό, μαλλιά, γούνα, ...
- poils en grec - στοιβάδα, μαλλιά, στοίβα, σωρός, στοιβάζω, τρίχα, σωρό, ...
Mots aléatoires
Poignée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χούφτα, μανταλώνω, κράτημα, λαβή, μάνταλο, πιάνω, θήκη, χερούλι, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται
Traductions: χούφτα, μανταλώνω, κράτημα, λαβή, μάνταλο, πιάνω, θήκη, χερούλι, χειριστεί, χειρίζονται, χειρισμό, χειρίζεται