Poil en grec
Traduction: poil, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ανατριχιάζω, τρίχα, στοιβάζω, τρίχωμα, παλτό, μαλλιά, γούνα, σωρός, στοιβάδα, στοίβα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): poil
a poil, au poil, berger allemand, chat sans poil, chihuahua, poil dictionnaire de langue grec, poil en grec
Traductions
- poigne en grec - κύρος, κράτημα, εξουσία, λαβή, πιάνω, δύναμη, μπορούσα, ...
- poignée en grec - χούφτα, μανταλώνω, κράτημα, λαβή, μάνταλο, πιάνω, θήκη, ...
- poils en grec - στοιβάδα, μαλλιά, στοίβα, σωρός, στοιβάζω, τρίχα, σωρό, ...
- poilu en grec - πρόχειρος, σκληρός, μαλλιαρός, τραχύς, τριχωτός, δασύς, τριχωτό, ...
Mots aléatoires
Poil en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ανατριχιάζω, τρίχα, στοιβάζω, τρίχωμα, παλτό, μαλλιά, γούνα, σωρός, στοιβάδα, στοίβα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας
Traductions: ανατριχιάζω, τρίχα, στοιβάζω, τρίχωμα, παλτό, μαλλιά, γούνα, σωρός, στοιβάδα, στοίβα, μαλλιών, τα μαλλιά, τρίχας