Pompé en grec

Traduction: pompé, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
φουσκώνω, επιδαψίλευση, κρατίδιο, δόξα, αντλία, τρόμπα, μεγαλείο, κράτος, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Pompé en grec
Mots associés
Autres langues

Mots associés / Définition (def): pompé

fusil a pompe, oscaro, pompe a air, pompe a biere, pompe a chaleur, pompé dictionnaire de langue grec, pompé en grec

Traductions

  • pompant en grec - άντλησης, άντληση, αντλήσεως, την άντληση, αντλίας
  • pompent en grec - αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
  • pomper en grec - εξάτμιση, τραβώ, τρόμπα, έλκω, ζωγραφίζω, φουσκώνω, επισύρω, ...
Mots aléatoires
Pompé en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: φουσκώνω, επιδαψίλευση, κρατίδιο, δόξα, αντλία, τρόμπα, μεγαλείο, κράτος, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία