Ponctualité en grec
Traduction: ponctualité, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
συνέπεια, ακρίβεια, την ακρίβεια, χρονική ακρίβεια, χρονική συνέπεια, η ακρίβεια
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): ponctualité
garantie ponctualité, la ponctualité, ponctualité antonymes, ponctualité au travail, ponctualité citation, ponctualité dictionnaire de langue grec, ponctualité en grec
Traductions
- ponction en grec - παρακέντηση, διάτρηση, παρακέντησης, τρυπήματος, διάτρησης
- ponctionner en grec - τσιτώνω, τρυπώ, κεντώ, κέντημα, παρακέντηση, διάτρηση, παρακέντησης, ...
- ponctuation en grec - στίξη, στίξης, σημεία στίξης, στίξεως, σημείων στίξης
- ponctuel en grec - συνεπής, σαφής, συγκεκριμένος, υποκινώ, αυστηρός, ακριβής, ωθώ, ...
Mots aléatoires
Ponctualité en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: συνέπεια, ακρίβεια, την ακρίβεια, χρονική ακρίβεια, χρονική συνέπεια, η ακρίβεια
Traductions: συνέπεια, ακρίβεια, την ακρίβεια, χρονική ακρίβεια, χρονική συνέπεια, η ακρίβεια