Possédée en grec

Traduction: possédée, Dictionnaire: français » grec

Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα
Possédée en grec
Autres langues

Mots associés / Définition (def): possédée

la possédée, possession, possédée 2, possédée antonymes, possédée bande annonce vf, possédée dictionnaire de langue grec, possédée en grec

Traductions

  • possédèrent en grec - κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
  • possédé en grec - κατείχε, διέθετε, κατείχαν, κατοχή, διέθεταν
  • possédées en grec - ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα
  • possédés en grec - ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα
Mots aléatoires
Possédée en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ιδιοκτησιακό καθεστώς, ιδιοκτησιακό, ιδιόκτητες, ιδιόκτητα