Précipiter en grec
Traduction: précipiter, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
κάνω, ρανίδα, πέταγμα, σπεύδω, βιάζομαι, επιταχύνω, ρίχνω, σταγόνα, πετώ, μειώνομαι, ενεργοποιώ, επισπεύδω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): précipiter
précipiter a l'imparfait, précipiter antonyme, précipiter antonymes, précipiter chimie, précipiter en anglais, précipiter dictionnaire de langue grec, précipiter en grec
Traductions
- précipitation en grec - σπεύδω, βιασύνη, τρέχω, ορμή, επίσπευση, βροχόπτωση, βιάζομαι, ...
- précipitations en grec - βροχόπτωση, κατακρήμνιση, καθίζηση, καταβύθιση, καθίζησης, κατακρήμνισης
- précipité en grec - επισπεύδω, παράτολμος, ίζημα, ιλύς, γρήγορος, απερίσκεπτος, εξάνθημα, ...
- précis en grec - αυστηρός, συνεπής, μπετόν, ακριβής, πιστός, ακρίβεια, μπετό, ...
Mots aléatoires
Précipiter en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: κάνω, ρανίδα, πέταγμα, σπεύδω, βιάζομαι, επιταχύνω, ρίχνω, σταγόνα, πετώ, μειώνομαι, ενεργοποιώ, επισπεύδω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Traductions: κάνω, ρανίδα, πέταγμα, σπεύδω, βιάζομαι, επιταχύνω, ρίχνω, σταγόνα, πετώ, μειώνομαι, ενεργοποιώ, επισπεύδω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής