Primauté en grec
Traduction: primauté, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
πρωτεία, υπεροχή, προτίμηση, προτεραιότητα, πρωτείο, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία, πρωτοκαθεδρίας
Autres langues
Mots associés / Définition (def): primauté
la primauté, primauté antonymes, primauté de la constitution, primauté de la loi, primauté de la personne, primauté dictionnaire de langue grec, primauté en grec
Traductions
- primat en grec - αρχιεπίσκοπος, πρωτευόντων, πρωτεύοντος, πρωτεύον, πρωτευόντων θηλαστικών
- primate en grec - αρχιεπίσκοπος, πρωτευόντων, πρωτεύοντος, πρωτεύον, πρωτευόντων θηλαστικών
- prime en grec - επίδομα, τιμάριο, μισθός, πριμοδότηση, πληρώνω, σεβασμός, δίδακτρα, ...
- primer en grec - διαπρέπω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, περνώ, υπερακοντίζω, αλφαβητάρι, εκκινητή, ...
Mots aléatoires
Primauté en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: πρωτεία, υπεροχή, προτίμηση, προτεραιότητα, πρωτείο, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία, πρωτοκαθεδρίας
Traductions: πρωτεία, υπεροχή, προτίμηση, προτεραιότητα, πρωτείο, υπεροχής, πρωτοκαθεδρία, πρωτοκαθεδρίας