Primitif en grec
Traduction: primitif, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
ακατέργαστος, νωρίς, προϊστορικός, ριζικός, πρώιμος, πρωτότυπος, αρχέγονος, γηγενής, γνήσιος, πρώτος, πρωτόγονος, χονδροειδής, αγενής, ωμός, πρωταρχικός, αγροίκος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): primitif
art primitif, artefact, artefact primitif, artefact primitif ff13-2, budget primitif, primitif dictionnaire de langue grec, primitif en grec
Traductions
- primer en grec - διαπρέπω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, περνώ, υπερακοντίζω, αλφαβητάρι, εκκινητή, ...
- primevère en grec - ηράνθεμο, χαμομήλι, Primrose, νυχτολούλουδου, ηράνθεμου
- primitivement en grec - πρωτίστως, κυρίως, κύριο λόγο, κατά κύριο λόγο, πρωταρχικά
- primordial en grec - ιθαγενής, πρώτος, πρωτότυπος, προϊστορικός, γηγενής, γνήσιος, πρωταρχικός, ...
Mots aléatoires
Primitif en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: ακατέργαστος, νωρίς, προϊστορικός, ριζικός, πρώιμος, πρωτότυπος, αρχέγονος, γηγενής, γνήσιος, πρώτος, πρωτόγονος, χονδροειδής, αγενής, ωμός, πρωταρχικός, αγροίκος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα
Traductions: ακατέργαστος, νωρίς, προϊστορικός, ριζικός, πρώιμος, πρωτότυπος, αρχέγονος, γηγενής, γνήσιος, πρώτος, πρωτόγονος, χονδροειδής, αγενής, ωμός, πρωταρχικός, αγροίκος, πρωτόγονη, πρωτόγονες, πρωτόγονο, πρωτόγονα