Privilégier en grec
Traduction: privilégier, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
χάρη, ρουσφέτι, ευνοώ, προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
Autres langues
Mots associés / Définition (def): privilégier
privilégier antonyme, privilégier antonymes, privilégier conditionnel, privilégier conjugaison, privilégier définition, privilégier dictionnaire de langue grec, privilégier en grec
Traductions
- priver en grec - αποστερώ, εξημερώνω, εκδύω, τιθασεύω, γυμνώνω, φενακίζω, στερεί, ...
- privilège en grec - προνόμιο, ναυλώνω, καταστατικό, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
- privilégié en grec - προνομιούχος, προνομιακή, προνομιούχο, προνομιακής, προνομιακό
- privé en grec - ιδιαίτερος, φαντάρος, ιδιωτικός, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Mots aléatoires
Privilégier en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: χάρη, ρουσφέτι, ευνοώ, προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο
Traductions: χάρη, ρουσφέτι, ευνοώ, προνόμιο, προνομίου, δικαίωμα, προνόμιο να, απόρρητο