Problématique en grec
Traduction: problématique, Dictionnaire: français » grec
Langue de départ:
français
Langue d'arrivée:
grec
Traductions:
αμφισβητήσιμος, αμφίβολος, ροζιάρικός, αβέβαιος, επισφαλής, δυσεπίλυτος, προβληματικός, προβληματική, προβληματικές, προβληματικό, προβληματικά
Mots associés
Autres langues
Mots associés / Définition (def): problématique
exemple de problématique, exemple problématique, faire une problématique, la problématique, le problématique, problématique dictionnaire de langue grec, problématique en grec
Traductions
- probité en grec - ειλικρίνεια, ακεραιότητα, ορθότητα, ευσυνειδησία, τιμιότητα, εντιμότητα, την ειλικρίνεια, ...
- problème en grec - πρόβλημα, ταλαιπωρία, δεξίωση, λειτουργώ, άσκηση, ενοχλώ, περιστατικό, ...
- procaryote en grec - προκαρυωτικά, προκαρυωτικοί, προκαρυωτικούς, προκαρυωτικών, προκαρυωτικό
- processeur en grec - επεξεργαστή, επεξεργαστής, μεταποιητή, μεταποιητής, επεξεργασίας
Mots aléatoires
Problématique en grec - Dictionnaire: français » grec
Traductions: αμφισβητήσιμος, αμφίβολος, ροζιάρικός, αβέβαιος, επισφαλής, δυσεπίλυτος, προβληματικός, προβληματική, προβληματικές, προβληματικό, προβληματικά
Traductions: αμφισβητήσιμος, αμφίβολος, ροζιάρικός, αβέβαιος, επισφαλής, δυσεπίλυτος, προβληματικός, προβληματική, προβληματικές, προβληματικό, προβληματικά